Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φλακιάζω — Ν [φλακή] (διαλ. τ.) φυλακίζω … Dictionary of Greek
φλάκιασμα — το, Ν [φλακιάζω] (διαλ. τ.) φυλάκιση … Dictionary of Greek